PROGRAMME
FIVE MYSTICAL SONGS : Ralph Vaughan Williams (1911) No. 1. Easter No. 2. I got me flowers No. 3. Love bade me welcome No. 4. The call No. 5. Antiphon
TRYPTYCH : Roger Tilley (1986) piano solo
A PAIR OF WINGS: Music, Alison Scourti (1974) Words, Stephen Hawes (1523) baritone solo
REQUIEM FOR TWO PIANOS & CHOIR Roger Tilley (1980 / 2011) 1. Introit 2. Requiem Aeternam 3. Te decet hymnus 4. Hostias 4a Libera me Domine 4. Hostias 5. Procession 6. Sanctus 7. Benedictus 8. Lacrimosa 9. Agnus Dei 10 In Paradisum
Conductor: ROGER TILLEY Baritone: VANGELIS MANIATIS Pianists: DIMITRIS VEZYROGLOU, DIMITRIS MARINOS Choir: THE ATHENS SINGERS Λίγα λόγια για το κοντσέρτο: Ο
Ralph Vaughan Williams γεννήθηκε το 1872 και σπούδασε μουσική στο
Καίμπριτζ, στο Λονδίνο, στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Θεωρείται ο
σημαντικότερος Άγγλος συνθέτης μετά τον Henry Purcell, όχι μόνο λόγω
του μεγάλου αριθμού των συνθέσεων του αλλά και επειδή το μουσικό του
ύφος θεωρείται πολύ "Άγγλικό". Το έργο του "Five Mystical Songs",
αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του ύφους. Βασισμένο στα ιερά
ποιήματα του George Herbert (The Temple, 1633), μας αφηγείται την
ιστορία του Πάσχα τόσο από προσωπική σκοπιά όσο κι από κοινωνική. Η
προσωπική σκοπιά είναι φανερή στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο τραγούδι
όπου ο σολίστας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και που η δυναμική της
μουσικής είναι πιο ήπια, ενώ η κοινωνική στο πρώτο και πέμπτο τραγούδι,
όπου η χορωδία είναι πιο σημαντική κι η ατμόσφαιρα πιο δραματική. Το
έργο "Five Mystical Songs" πρωτοπαρουσιάστηκε στο φεστιβάλ "Three
Choirs " το 1911 στο Worcester με διευθυντή ορχήστρας τον ίδιο τον
Vaughan Williams.
Πέρασα
την παιδική μου ηλικία στην περιοχή του Worcestershire, τραγουδώντας
ενίοτε στον ίδιο καθεδρικό ναό που το "Five Mystical Songs" πρωτοπαίχτηκε.
Την εποχή που φοιτούσα στο πανεπιστήμιο του Bristol τραγούδησα στην
χορωδία του καθεδρικού ναού υπό την διεύθυνση του Clifford Harker,
ο οποίος ήταν μαθητής του Vaughan Williams. Το μουσικό ύφος του έργου
μου ωστόσο, είναι περισσότερο επηρεασμένο από Γάλλους συνθέτες
όπως ο Poulenc και ο Messiaen. Ήμουν ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από τον
τρόπο που ο Messiaen συνέθετε μουσική σε κλίμακες που ήταν νέες
για τον ακροατή. Η δική του αρμονία έμοιαζε ικανή να εκφράσει κάποια
συναισθήματα καλύτερα από τις παραδοσιακές διατονικές κλίμακες. Το
έργο "Requiem for Two Pianos and Choir" το έγραψα κυρίως το 1980, μια
εποχή που πειραματιζόμουν με εναλλακτικές αρμονίες. Εκείνη την
εποχή ωστόσο επηρεάστηκα και από την άποψη του Shostakovich ότι το
μεγάλο κοινό νοιώθει πολύ πιο άνετα όταν ακούει μουσική γραμμένη
με τον γνωστό παραδοσιακό τρόπο και κατά συνέπεια ο μουσικοσυνθέτης
είναι καλό να είναι φειδωλός με τους πειραματισμούς του. Αυτός
είναι ο λόγος που το Requiem ξεκινά με μια γεύση από κάτι πειραματικό
και ασυνήθιστο για να περάσει μετά σε κάτι, θα λέγαμε, πιο γνώριμο για τον μέσο ακροατή. Το
"Requiem for Two Pianos and Choir " πρωτοπαίχτηκε από τη χορωδία "The
Athens Singers" το 1985 αλλά από τότε έχω προσθέσει κομμάτια ώστε να
αποτελεί μια ολοκληρωμένη λειτουργία. Το πρώτο κομμάτι είναι για δύο
πιάνα (μουσική έντονη, σχεδόν βίαιη) που συμβολίζει τον πόνο του
θανάτου. Το δεύτερο σηματοδοτεί την έναρξη της λειτουργίας και
περιλαμβάνει μια καινούρια μουσική σύνθεση
(2011) με τίτλο "Χριστέ Ελέ'ι'σον". Το "Τe Decet Hymnus" που ακολουθεί,
αποτελεί έναν ρυθμικό ύμνο με syncopated συνοδεία από πιάνα. Στη
συνέχεια υπάρχουν τρία κομμάτια που συνθέτουν ένα σύνολο. Το σόλο
"Hostias", που συνήθως είναι τμήμα του Libera Me, εδώ αποκτά τη
μορφή μιας απλής προσευχής που προηγείται και έπεται ενός έντονου
κομματιού που τραγουδά η χορωδία με τίτλο "Libera Me". Το "Libera
Me" ουσιαστικά σηματοδότησε την σύνθεση του ίδιου του Requiem, καθώς
ήταν το πρώτο μουσικό τμήμα του έργου που συνέθεσα. Το
"Procession" αμέσως μετά είναι μία σύνθεση για δύο πιάνα, που σπάνια
περιλαμβάνεται σε μια λειτουργία. Εδώ, το ένα πιάνο ακολουθεί το άλλο
και καταλήγει σε ένα σόλο a capella από τον μπάσο, με τίτλο "Take them,
Lord, from death to life". Οι πύλες του παραδείσου ανοίγουν μετά
στο "Sanctus" ενώ στο "Hosanna" που ακολουθεί, η αρμονία
αναπτύσσεται
με τέτοιο τρόπο που δίδεται η εντύπωση αναρίθμητων μουσικών φωνών που
δοξάζουν τον Θεό. Το έβδομο κομμάτι με τίτλο "Benedictus" (2011) είναι
το σόλο ενός μπάσου κι ενός πιάνου, που παρουσιάζει τον ενθουσιασμό
της εισόδου στην Ιερουσαλήμ. Στην συνέχεια το "Hosanna" επαναλαμβάνεται
και μας οδηγεί στο "Lacrimosa" που εκφράζει τα δάκρυα θλίψης και
την παράκληση για αιώνια ανάπαυση. Η δικαίωση για το "requiem"
δίδεται
στο Agnus Dei, το οποίο είναι παρουσιασμένο με τη μορφή ενός ύμνου.
Τέλος, το "In Paradisum", που είναι εξ ολοκλήρου γραμμένο σε μια από
τις νέες μουσικές κλίμακες του Messiaen, αποτελεί μια μελωδία που πατά
πάνω σε δύο επαναλαμβανόμενες συγχορδίες και κλείνει το έργο, αφήνοντας
τον ακροατή με μια απρόβλεπτη αίσθηση απορίας. Roger
Tilley
A few words about the concert: Ralph
Vaughan Williams was born in 1872 and had the best musical education at
Cambridge, London, Berlin and Paris. He is often considered to be the
greatest English composer since Henry Purcell, not only because of his
large output of compositions, but also because his musical style is the
very essence of "Englishness". The Five Mystical Songs give us a
wonderful exemplification of this style. Based on sacred poems from
George Herbert's "The Temple" (1633), they take us through the Easter
story both personally and collectively. Personally in the second, third
and fourth songs where the soloist has a major role and where the
dynamics of the music are more subdued. Collectively in the first and
fifth songs where the choir is more important and the atmosphere is
more powerful. The Five Mystical Songs were first performed at the
Three Choirs Festival in Worcester in 1911 and were conducted by
Vaughan Williams himself. I
spent my childhood in the county of Worcestershire, sometimes singing
in the same cathedral where the Five Mystical Songs were first
performed. While at university in Bristol, I sang in the cathedral
choir under the direction of Clifford Harker, a pupil of Vaughan
Williams. My musical style, however, is not so fully English, but much
more influenced by French composers such as Poulenc and Messiaen. I was
particularly impressed by the way in which Messiaen wrote in scales
which were new to the ear. His new harmony seemed to be able to express
certain feelings much more powerfully than harmony derived from
traditional diatonic scales. The Requiem for Two Pianos and Choir was
mostly written in 1980, when I was experimenting with this alternative
harmony. At that time I was also influenced by Shostakovich's
recognition that most audiences can only relate to diatonic scales, so
the composer ought to restrict his ventures into the unfamiliar. This
is why the Requiem contains both styles, giving the listener a taste of
the unfamiliar, then providing some security in the familiar. First
performed in 1985 by the Athens Singers, the Requiem has since been
extended so that it forms a more complete liturgy. The opening
movement, only for the pianos, is disturbingly violent. It
represents the pain of death. The second movement begins the liturgy
and contains a new section (2011) in the Christe Eleison. The third
movement is a lively dance - like hymn, with syncopated accompaniment
from the pianos. Then there are three movements forming a group. The
solo Hostias is normally part of the Libera Me. Here it is extracted
and presented as a simple prayer either side of the turbulent chorus.
The Libera Me was actually the first movement of the Requiem to be
written. The fifth movement is most unusual. It is only for the pianos
and is a Procession from death to life. It contains an
interesting canon between the two piano parts. It concludes with an
unaccompanied solo, "Take them, Lord, from death to life" . Then the
gates of heaven open in the next movement, Sanctus. The "Hosanna"
section unfolds harmonically to create the impression of countless
voices. The seventh movement (2011) is the Benedictus and it is a
lively solo showing the excitement
of the entry into Jerusalem. The "Hosanna" is repeated and leads us
into the Lacrimosa which expresses the tears of mourning and the plea
for eternal rest. The justification for the "requiem" is given in the
Agnus Dei, which is written in the form of a hymn. The final movement,
In Paradisum, is a melody formed above two constantly repeated chords.
It is entirely written in one of Messiaen's new scales, giving
the listener an unexpected feeling, a strange state of questioning. Roger Tilley
www.ionportraits.gr
| |
|